ὀστρύα

ὀστρύα
ὀστρύα (-ύη)
Grammatical information: f.
Meaning: name of a tree with hard, white wood, `hop hornbeam, Ostrya carpinifolia' (Thphr., Plin.).
Other forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυί̈ς, -ίδος
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: That the word is semantically `vereinbar' with ὄστρεον (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from *ὀστρο-δρυς (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 ὄστρυς as Pre-Greek. The enlargements -ύς, -ύα, -υίς are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).
Page in Frisk: 2,438

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρυά — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρυΐς — ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. οστρύα …   Dictionary of Greek

  • σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… …   Dictionary of Greek

  • τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ …   Dictionary of Greek

  • όστρυς — ὄστρυς, υος, ἡ (Α) βλ. οστρύα …   Dictionary of Greek

  • ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- —     ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n     English meaning: bone     Deutsche Übersetzung: “Knochen”     Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”